- τουφεκήθρα
- και λογ. τ. τυφεκήθρα, η, Νη τουφεκίστρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / τυφέκιο(ν) + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. δακτυλ-ήθρα). Ο τ. τυφεκήθρα μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουφεκήθρα — τουφεκήθρα, η και ντουφεκήθρα, η πολεμίστρα, πολεμότρυπα: Πολεμούν από τουφεκήθρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
τυφεκήθρα — η, Ν βλ. τουφεκήθρα … Dictionary of Greek